- μείχμα
- μεῑχμα, -ατος, τὸ (Α)(αιολ. τ.) βλ. μίγμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μίγμα — και μείγμα, το (Α μίγμα και μεῑγμα και αιολ. τ. μεῑχμα) κάθε προϊόν ανάμιξης νεοελλ. 1. χημ. το προϊόν τής ανάμιξης περισσότερων σωμάτων, χωρίς να συντελείται χημική αντίδραση 2. φρ. α) «μίγμα καύσιμο» τεχνολ. μίγμα ατμών υγρού καυσίμου, όπως λ.χ … Dictionary of Greek